- θαυματός
- θαυματόςṇmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαυματός — θαυματός, ή, όν (Α) [θαύμα] θαυμαστός … Dictionary of Greek
θαύματος — θαύ̱ματος , θαῦμα wonder neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματά — θαυματός ṇ neut nom/voc/acc pl θαυματά̱ , θαυματός ṇ fem nom/voc/acc dual θαυματά̱ , θαυματός ṇ fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαυματόν — θαυματός ṇ masc acc sg θαυματός ṇ neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek
ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… … Православная энциклопедия
May 8 (Eastern Orthodox liturgics) — May 7 Eastern Orthodox Church calendar May 9 All fixed commemorations below celebrated on May 21 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes … Wikipedia
диво — ДИВ|О (21), А ( ЕСЕ) с. 1. Диво, чудо: ˫Азыкомѹдрьци. иже ѡбычаѥмь ˫азычьскомь послѣдѹюще… все же звѣздозакониѥ и звѣздочьтиѥ приѥмлющ(е) || и къ всѩкомѹ волшествѹ и пьтищемѹ волхвованию и знамениѥмь. и дивесъ смотрениѥмь. и ѡба˫аниѥмь. или имъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
оле — (33) межд. Употребляется для усиления экспрессивности высказывания. О: оле дивьноѥ ваю тьрпѣниѥ мѫченика. Стих 1156–1163, 73 об.; дьржатель всемѹ. ѡле б҃жиихъ сѹдьбъ. ѿстѹпьникъ бываѥть. (ὤ ѱεοῦ κριμοτων!) ЖФСт к. XII, 102 об.; ѡле чю(до) ѹлѹчиша … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγιοθοδωρίζω — (από το όνομα τού αγίου Θεοδώρου τού Τήρωνος, τού οποίου η ανάμνηση θαύματος γιορτάζεται με κόλλυβα το Σάββατο τής α΄ εβδομάδας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής) 1. νηστεύω τις τρεις πρώτες μέρες τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δηλ. από την Καθαρή Δευτέρα ώς … Dictionary of Greek